- κατασκοπικος
- κατασκοπικόςκατα-σκοπικός3разведывательный (sc. πλοῖον Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κατασκοπικός — κατασκοπικός, ή, όν (Α) [κατάσκοπος] κατάλληλος για κατασκόπευση («κατασκοπικαὶ νῆες», Πολ.) … Dictionary of Greek
κατασκοπικά — κατασκοπικός for scouting neut nom/voc/acc pl κατασκοπικά̱ , κατασκοπικός for scouting fem nom/voc/acc dual κατασκοπικά̱ , κατασκοπικός for scouting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)